- ρώμι
- το, Ν.βλ. ρούμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρούμι — και ρόμι και ρώμι, το, Ν οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με απόσταξη από προϊόντα τού ζαχαροκάλαμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rum πιθ. συγκεκομμένος τ. τού rumbullion, από τη γλώσσα τών ιθαγενών της Μαλαισίας] … Dictionary of Greek
ἄρωμι — ἄ̱ρωμι , αἴρω attach aor subj act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)